Εισαγωγή
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια παγκόσμια ανησυχητική αύξηση της
συχνότητας των αλλεργικών παθήσεων. Υπολογίζεται ότι περίπου 1 στα 4 παιδιά υποφέρει από κάποια αλλεργία. Οι περισσότερες από τις αλλεργικές παθήσεις είναι χρόνιες και ορισμένες δυνατό να θέσουν σε κίνδυνο την ζωή του παιδιού αν δεν διαγνωσθούν έγκαιρα και αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά. Στις κύριες αλλεργικές παθήσεις περιλαμβάνονται η αλλεργική ρινίτιδα και επιπεφυκίτιδα, το αλλεργικό άσθμα, η ατοπική δερματίτιδα (έκζεμα), η τροφική αλλεργία, η φαρμακευτική αλλεργία, η αλλεργία στα υμενόπτερα, η κνίδωση-αγγειοοίδημα και η αναφυλαξία.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια παγκόσμια ανησυχητική αύξηση της
συχνότητας των αλλεργικών παθήσεων. Υπολογίζεται ότι περίπου 1 στα 4 παιδιά υποφέρει από κάποια αλλεργία. Οι περισσότερες από τις αλλεργικές παθήσεις είναι χρόνιες και ορισμένες δυνατό να θέσουν σε κίνδυνο την ζωή του παιδιού αν δεν διαγνωσθούν έγκαιρα και αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά. Στις κύριες αλλεργικές παθήσεις περιλαμβάνονται η αλλεργική ρινίτιδα και επιπεφυκίτιδα, το αλλεργικό άσθμα, η ατοπική δερματίτιδα (έκζεμα), η τροφική αλλεργία, η φαρμακευτική αλλεργία, η αλλεργία στα υμενόπτερα, η κνίδωση-αγγειοοίδημα και η αναφυλαξία.
Τι είναι η αλλεργία;
Αλλεργία είναι το αποτέλεσμα της υπερβολικής αντίδρασης του ανοσοποιτηικού συστήματος σε διάφορες ουσίες (π.χ. γύρεις δένδρων, τροφές) που φυσιολογικά δε θεωρούνται επιβλαβείς για τον οργανισμό. Μπορεί να εκδηλωθεί σε οποιαδήποτε ηλικία και το άτομο που την αναπτύσσει δυνατό να μην αντιδρούσε στη συγκεκριμένη ουσία προηγουμένως.
Το ανοσολογικό σύστημα έχει καθοριστικό ρόλο στην άμυνα του οργανισμού. Παρέχει τη δυνατότητα στον οργανισμό να αναγνωρίζει διάφορους παράγοντες που δυνατόν να τον βλάψουν, όπως μικρόβια και ιούς και να αναπτύσσει αμυντικούς αντιδραστικούς μηχανισμούς (π.χ. αντισώματα, κυτταρικοί μηχανισμοί), που θα του παρέχουν προστασία έναντι αυτών. Επιπλέον αναγνωρίζει τις αβλαβείς ουσίες ως αθώες και αναπτύσσει κατάλληλους μηχανισμούς ανοχής ώστε να μην αντιδρά όταν έρχεται σε επαφή με αυτές. Άτομα με αλλεργία εμφανίζουν διαταραχή στους μηχανισμούς ανοχής, με αποτέλεσμα να εκλαμβάνουν ως επιβλαβείς κάποιες ουσίες οι οποίες υπό φυσιολογικές συνθήκες θεωρούνται αβλαβείς και να υπεραντιδρούν σε αυτές. Οι παράγοντες και οι μηχανισμοί που διαταράσσουν τη φυσιολογική αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος και την εκτροπή του προς τις αλλεργίες δεν έχουν πλήρως αποσαφηνισθεί, ενώ καθοριστικό ρόλo φαίνεται να έχει η αλληλεπίδραση γενετικών (κληρονομικών) και περιβαλλοντικών παραγόντων.
Τι είναι τα αλλεργιογόνα και ποιος ο τρόπος δράσης τους;
Τα αλλεργιογόνα είναι οι ουσίες που μπορεί να προκαλέσουν τις αλλεργίες. Οι κυριότερες κατηγορίες είναι τα αεροαλλεργιογόνα, τα τροφικά αλλεργιογόνα, τα φάρμακα και τα δηλητήρια υμενόπτερων.
Συχνότερα αεροαλλεργιογόνα, τα οποία μεταφέρονται με τον αέρα είναι αυτά που προέρχονται από γύρεις διαφόρων φυτών και δέντρων (π.χ. γρασίδι, ελιά, κυπαρίσσι), κατοικίδια ζώα (π.χ. επιθήλια και εκκρίσεις γάτας, σκύλου), ακάρεα οικιακής σκόνης (αφθονούν στο στρώμα, κλινοσκεπάσματα, χαλιά, χνουδωτά παιχνίδια) και σπόρους μυκήτων (μούχλας). Στα συνήθη τροφικά αλλεργιογόνα περιλαμβάνονται κυρίως πρωτεΐνες, που προέρχονται από το γάλα, το αυγό, το ψάρι και άλλα θαλασσινά, το σιτάρι, τους ξηρούς καρπούς και ορισμένα φρούτα και λαχανικά (π.χ. ροδάκινο, ντομάτα).
Αλλεργία είναι το αποτέλεσμα της υπερβολικής αντίδρασης του ανοσοποιτηικού συστήματος σε διάφορες ουσίες (π.χ. γύρεις δένδρων, τροφές) που φυσιολογικά δε θεωρούνται επιβλαβείς για τον οργανισμό. Μπορεί να εκδηλωθεί σε οποιαδήποτε ηλικία και το άτομο που την αναπτύσσει δυνατό να μην αντιδρούσε στη συγκεκριμένη ουσία προηγουμένως.
Το ανοσολογικό σύστημα έχει καθοριστικό ρόλο στην άμυνα του οργανισμού. Παρέχει τη δυνατότητα στον οργανισμό να αναγνωρίζει διάφορους παράγοντες που δυνατόν να τον βλάψουν, όπως μικρόβια και ιούς και να αναπτύσσει αμυντικούς αντιδραστικούς μηχανισμούς (π.χ. αντισώματα, κυτταρικοί μηχανισμοί), που θα του παρέχουν προστασία έναντι αυτών. Επιπλέον αναγνωρίζει τις αβλαβείς ουσίες ως αθώες και αναπτύσσει κατάλληλους μηχανισμούς ανοχής ώστε να μην αντιδρά όταν έρχεται σε επαφή με αυτές. Άτομα με αλλεργία εμφανίζουν διαταραχή στους μηχανισμούς ανοχής, με αποτέλεσμα να εκλαμβάνουν ως επιβλαβείς κάποιες ουσίες οι οποίες υπό φυσιολογικές συνθήκες θεωρούνται αβλαβείς και να υπεραντιδρούν σε αυτές. Οι παράγοντες και οι μηχανισμοί που διαταράσσουν τη φυσιολογική αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος και την εκτροπή του προς τις αλλεργίες δεν έχουν πλήρως αποσαφηνισθεί, ενώ καθοριστικό ρόλo φαίνεται να έχει η αλληλεπίδραση γενετικών (κληρονομικών) και περιβαλλοντικών παραγόντων.
Τι είναι τα αλλεργιογόνα και ποιος ο τρόπος δράσης τους;
Τα αλλεργιογόνα είναι οι ουσίες που μπορεί να προκαλέσουν τις αλλεργίες. Οι κυριότερες κατηγορίες είναι τα αεροαλλεργιογόνα, τα τροφικά αλλεργιογόνα, τα φάρμακα και τα δηλητήρια υμενόπτερων.
Συχνότερα αεροαλλεργιογόνα, τα οποία μεταφέρονται με τον αέρα είναι αυτά που προέρχονται από γύρεις διαφόρων φυτών και δέντρων (π.χ. γρασίδι, ελιά, κυπαρίσσι), κατοικίδια ζώα (π.χ. επιθήλια και εκκρίσεις γάτας, σκύλου), ακάρεα οικιακής σκόνης (αφθονούν στο στρώμα, κλινοσκεπάσματα, χαλιά, χνουδωτά παιχνίδια) και σπόρους μυκήτων (μούχλας). Στα συνήθη τροφικά αλλεργιογόνα περιλαμβάνονται κυρίως πρωτεΐνες, που προέρχονται από το γάλα, το αυγό, το ψάρι και άλλα θαλασσινά, το σιτάρι, τους ξηρούς καρπούς και ορισμένα φρούτα και λαχανικά (π.χ. ροδάκινο, ντομάτα).
Τα αλλεργιογόνα εισέρχονται στον οργανισμό κυρίως με την εισπνοή, την κατάποση και την επαφή με το δέρμα. Στην κλασική άμεσου τύπου αλλεργία, η αναγνώρισή τους από το ανοσοποιητικό σύστημα οδηγεί στο σχηματισμό ειδικών αντισωμάτων (IgE), τα οποία προσκολλώνται στην κυτταρική μεμβράνη συγκεκριμένων κυττάρων του οργανισμού (βασεόφιλα και σιτευτικά κύτταρα ή μαστοκύτταρα). Τα κύτταρα αυτά περιέχουν ισταμίνη και άλλες φλεγμονώδεις (ερεθιστικές) ουσίες. Όταν το συγκεκριμένο άτομο έλθει πάλι σε επαφή με το ίδιο αλλεργιογόνο τότε αυτό θα συναντήσει το αντίσωμα που βρίσκεται στην επιφάνεια των κυττάρων και θα ενωθεί μαζί του. Η ένωση αυτή θα έχει σαν αποτέλεσμα τα κύτταρα να ενεργοποιηθούν και να απελευθερώσουν την ισταμίνη και τις άλλες φλεγμονώδεις ουσίες και με τον τρόπο αυτό να παραχθούν τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της αλλεργίας.
Κύριες αλλεργικές παθήσεις και πώς εκδηλώνονται
Αλλεργική ρινίτιδα
Εμφανίζεται συνήθως στα παιδιά σχολικής ηλικίας. Τα συχνότερα συμπτώματα με τα οποία εκδηλώνεται είναι η ρινική καταρροή (διαυγής έκκριση) και συμφόρηση (μπούκωμα), τα φταρνίσματα και η φαγούρα στη μύτη. Αν και τα συμπτώματα αυτά μοιάζουν πολύ με εκείνα του κοινού κρυολογήματος, τα παιδιά με αλλεργική ρινίτιδα συνήθως δεν παρουσιάζουν πυρετική κίνηση και κιτρινοπράσινες εκκρίσεις. Ορισμένες φορές μπορεί μαζί με τα ρινικά συμπτώματα να υπάρχει αίσθημα φαγούρας στον ουρανίσκο του στόματος ή τα αυτιά, ή να συνυπάρχουν συμπτώματα από τα μάτια όπως κοκκίνισμα, φαγούρα και δακρύρροια οπότε μιλάμε για αλλεργική ρινο-επιπεφυκίτιδα.
Η αλλεργική ρινίτιδα μπορεί να είναι εποχική ή τα συμπτώματα να υπάρχουν ομόχρονα, ανάλογα με τα εμπλεκόμενα αλλεργιογόνα. Για την εποχική μορφή συνήθως τα αίτια είναι οι γύρεις δέντρων και φυτών (π.χ ελιά την άνοιξη, γρασίδι το καλοκαίρι) ενώ αλλεργιογόνα από τα ακάρεα και τα κατοικίδια ζώα μπορεί να προκαλούν συμπτώματα ολόχρονα. Με βάση τη διάρκεια των συμπτωμάτων διακρίνεται σε διαλείπουσα και επίμονη. Στην επίμονη οι ασθενείς εμφανίζουν συμπτώματα περισσότερες από 4 μέρες την εβδομάδα και πάνω από 4 εβδομάδες στη σειρά. Η αλλεργική ρινίτιδα θεωρείται μέτριας/σοβαρής μορφής όταν τα συμπτώματα επηρεάζουν τον ύπνο ή τις καθημερινές δραστηριότητες του παιδιού.
Ένα σημαντικό ποσοστό (μέχρι και 60%) ασθενών με αλλεργική ρινίτιδα έχει και άσθμα. Η μη αποτελεσματική αντιμετώπιση της αλλεργικής ρινίτιδας μπορεί να προδιαθέσει σε ιγμορίτιδα, ωτίτιδα, επηρεασμό ακοής, και διαταραχές του ύπνου με σημαντική επίπτωση στη σχολική επίδοση.
Αλλεργική επιπεφυκίτιδα
Τα κύρια συμπτώματα με τα οποία εκδηλώνεται είναι η ερυθρότητα και φαγούρα στα μάτια, και η δακρύρροια. Συχνά παρατηρείται και οίδημα (φούσκωμα) των βλεφάρων. Όπως και η αλλεργική ρινίτιδα, οφείλεται κυρίως σε αεροαλλεργιογόνα και ανάλογα με το αίτιο μπορεί να εμφανίζει εποχική ή ολόχρονη μορφή. Σε σοβαρές μορφές μπορεί να προκαλέσει προβλήματα όρασης.
Αλλεργικό άσθμα
Το άσθμα αποτελεί τη συχνότερη χρόνια πάθηση της παιδικής ηλικίας και εκδηλώνεται με διαφορετικούς φαινότυπους. Το αλλεργικό άσθμα είναι η κλινική μορφή (ο φαινότυπος) του άσθματος που οφείλεται στον ερεθισμό των βρόγχων από την έκθεση σε εισπνεόμενα αεροαλλεργιογόνα. Η χρόνια φλεγμονή (ερεθισμός) των βρόγχων οδηγεί σε στένωση του αυλού τους και δυσκολία στη ροή του διερχόμενου αέρα μέσα και έξω από το βρογχικό δέντρο. Τα συνήθη συμπτώματα με τα οποία εκδηλώνεται το άσθμα είναι ο βήχας, ο συριγμός (ήχος σα σφύριγμα στο στήθος), η δύσπνοια (δυσκολία στην αναπνοή) και το αίσθημα σύσφιξης ή πόνου στο στήθος.
Ανάλογα και πάλι με τα εμπλεκόμενα αεροαλλεργιογόνα, τα συμπτώματα μπορεί να έχουν εποχική ή ολόχρονη εμφάνιση (π.χ. γύρη ελιάς την άνοιξη, επιθήλια γάτας ολόχρονα). Επιπλέον οι υπερευαίσθητοι βρόγχοι των ασθματικών παιδιών μπορεί να αντιδρούν και σε μη αλλεργιογόνους παράγοντες όπως ο καπνός του τσιγάρου, οι μεταβολές της θερμοκρασίας και υγρασίας, οι έντονες μυρωδιές κ.α. Η βαρύτητα των συμπτωμάτων μπορεί να διαφέρει από ασθενή σε ασθενή, ενώ το άσθμα σπάνια γίνεται απειλητικό για τη ζωή. Η μη έγκαιρη διάγνωση και αποτελεσματική αντιμετώπιση του άσθματος και της χρόνιας αλλεργικής φλεγμονής μπορεί να οδηγήσουν σε μη αναστρέψιμη βλάβη του βρογχικού δέντρου και τον σημαντικό επηρεασμό της πνευμονικής λειτουργίας.
Αρκετά βρέφη και παιδιά προσχολικής ηλικίας, που παρουσιάζουν στα πρώτα χρόνια της ζωής υποτροπιάζοντα επεισόδια βήχα και συριγμού με την ευκαιρία λοιμώξεων του ανώτερου αναπνευστικού (κυρίως κατά τους χειμερινούς μήνες) δεν αναπτύσσουν στη συνέχεια αλλεργικό άσθμα. Παράγοντες που σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης αλλεργικού άσθματος είναι το οικογενειακό ιστορικό άσθματος ή άλλων αλλεργικών παθήσεων, το ατομικό ιστορικό εκζέματος, αλλεργικής ρινίτιδας ή τροφικής αλλεργίας και η ευαισθητοποίηση του παιδιού σε διάφορα περιβαλλοντικά αλλεργιογόνα.
Ατοπική δερματίτιδα - έκζεμα
Η ατοπική δερματίτιδα ή έκζεμα είναι μια από τις πιο συχνές μη-μεταδοτικές παθήσεις του δέρματος και μπορεί να εκδηλωθεί σε οποιαδήποτε ηλικία. Εμφανίζεται συχνότερα σε βρέφη και μικρά παιδιά, παρουσιάζει εξάρσεις και υφέσεις και σε πολλούς ασθενείς υποχωρεί με την πρόοδο της ηλικίας. Αν και τα ακριβή αίτια που την προκαλούν δεν είναι γνωστά, η κληρονομικότητα παίζει καθοριστικό ρόλο ενώ διάφοροι παράγοντες όπως αλλεργιογόνα (π.χ. τροφικά, αεροαλλεργιογόνα), ερεθιστικές ουσίες (π.χ. καλλυντικά, συνθετικά ρούχα), μεταβολές θερμοκρασίας και υγρασίας, λοιμώξεις, και έντονο στρες μπορεί να συμβάλουν στην έξαρση των συμπτωμάτων. Αν και πολλοί γονείς τείνουν να ενοχοποιούν τροφικά αλλεργιογόνα (π.χ. γάλα, αυγό) ως κύρια εκλυτικά αίτια, στην πραγματικότητα οι τροφές με εξαίρεση ίσως τους πρώτους μήνες ζωής, σπάνια ευθύνονται για την έξαρση των συμπτωμάτων.
Οι δερματικές βλάβες χαρακτηρίζονται συνήθως από έντονη φαγούρα, κνησμό, κοκκίνισμα, ξηρότητα και ξεφλούδισμα της επιδερμίδας. Στα βρέφη, οι εκζεματικές βλάβες εμφανίζονται κυρίως στα μάγουλα, το κεφάλι και τις εκτατικές επιφάνειες του σώματος, ενώ στα μεγαλύτερα παιδιά εντοπίζονται κυρίως στις καμπτικές επιφάνειες (π.χ. πίσω από άγκωνες και γόνατα). Το ανεξέλεγκτο ξύσιμο προδιαθέτει συχνά σε επιμόλυνση των βλαβών. Μερικές φορές τα συμπτώματα είναι τόσο έντονα που επηρεάζουν τον ύπνο και την απόδοση του παιδιού στο σχολείο, για αυτό και η αποτελεσματική αντιμετώπιση της κατάστασης είναι απαραίτητη. Αρκετά παιδιά με ατοπική δερματίτιδα αναπτύσσουν αργότερα αλλεργική ρινίτιδα ή και άσθμα.
Τροφική αλλεργία
Η τροφική αλλεργία είναι συχνότερη στα πρώτα χρόνια της ζωής, μπορεί όμως να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία. Παρά το ότι 20-35% των γονιών αναφέρει ότι το παιδί του έχει τροφική αλλεργία, στην πραγματικότητα η συχνότητά της δεν ξεπερνά το 6-8%. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι πολλοί γονείς θεωρούν οποιαδήποτε ανεπιθύμητη ενέργεια που προέρχεται από τις τροφές ως αλλεργία, ενώ ως τροφική αλλεργία ορίζεται μόνον η αντίδραση υπερευαισθησίας στις τροφές, η οποία διέπεται από ανοσολογικό μηχανισμό. Διακρίνεται κυρίως σε ΙgE ή άμεσου τύπου (όταν μεσολαβείται από ΙgE αντισώματα) και σε επιβραδυνόμενου ή Non-IgE τύπου. Η δυσανεξία στις τροφές (π.χ. δυσανεξία στη λακτόζη) αποτελεί μορφή μη αλλεργικής τροφικής υπερευαισθησίας.
Το γάλα αγελάδας και το αυγό αποτελούν παγκοσμίως τα δύο συχνότερα αίτια τροφικής αλλεργίας στα παιδιά και ακολουθούν το σιτάρι, η σόγια, οι ξηροί καρποί, το ψάρι και τα άλλα θαλασσινά και ορισμένα φρούτα και λαχανικά. Τα περισσότερα παιδιά (80-90%) με αλλεργία στο γάλα ή το αυγό θα ξεπεράσουν το πρόβλημα τους μέχρι την είσοδό τους στο δημοτικό, ενώ η αλλεργία στους ξηρούς καρπούς και το ψάρι συνήθως παραμένει σε όλη τη ζωή.
Στην IgE μεσολαβούμενη αλλεργία που αποτελεί τη συχνότερη μορφή τροφικής αλλεργίας, τα συμπτώματα της αλλεργικής αντίδρασης εμφανίζονται συνήθως μερικά λεπτά έως και 1-2 ώρες μετά την έκθεση στο υπεύθυνο αλλεργιογόνο και μπορεί να προέρχονται από οποιοδήποτε σύστημα του ανθρώπινου οργανισμού. Κνιδωτικό εξάνθημα (κοκκινίλες με φαγούρα στο δέρμα), αγγειοοίδημα (πρήξιμο συνήθως στα χείλη και το πρόσωπο), πόνος στην κοιλιά, έμετοι, διαρροϊκές κενώσεις, ρινική καταρροή και βήχας είναι ανάμεσα στα συχνότερα συμπτώματα. Ανάλογα με το είδος του αλλεργιογόνου, την ποσότητά του και την κατάσταση του οργανισμού, οι αλλεργικές αντιδράσεις μπορεί να είναι ήπιες ή σοβαρές. Οι βαριές αντιδράσεις προβάλουν με έντονα συμπτώματα από το αναπνευστικό (π.χ. υλακώδης βήχας, δυσκολία στην αναπνοή) και το κυκλοφορικό (π.χ. τάση για λιποθυμία, απώλεια αισθήσεων) και δυνατόν να απειλήσουν τη ζωή του παιδιού αν δεν αναγνωρισθούν και αντιμετωπισθούν έγκαιρα και αποτελεσματικά.
Κνίδωση - αγγειοοίδημα
Η κνίδωση είναι η παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από δερματικές βλάβες, σαν αυτές που παρατηρούνται όταν το δέρμα έρθει σε επαφή με το φυτό τσουκνίδα. Οι βλάβες προβάλλουν κυρίως ως ερύθημα (κοκκίνισμα), που στο κέντρο του υπάρχει λευκάζουσα επηρμένη περιοχή (πομφός). Μπορεί να συρρέουν κατά περιοχές και να σχηματίζουν πλάκες, έχουν μεταναστευτικό χαρακτήρα, εξαφανίζονται με την πίεση και συνήθως διαρκούν λίγες ώρες. Συνοδεύονται από έντονη φαγούρα και κνησμό, όμως υπάρχει πιθανότητα να συνυπάρχει καύσος ή άλγος. Στο αγγειοοίδημα επηρεάζονται οι βαθύτερες στοιβάδες του δέρματος και παρατηρείται χαρακτηριστικό φούσκωμα. Συχνότερα εμφανίζεται στο πρόσωπο (χείλη, βλέφαρα), ενώ γίνεται απειλητικό για τη ζωή όταν προσβάλει τη γλώσσα και το λάρυγγα του παιδιού.
Η κνίδωση διακρίνεται σε οξεία όταν διαρκεί για λιγότερο από έξι εβδομάδες και σε χρόνια όταν τα συμπτώματα επιμένουν για μεγαλύτερο διάστημα. Υπολογίζεται ότι 1 στα 4 άτομα του γενικού πληθυσμού θα εμφανίσει σε κάποια στιγμή της ζωής του τουλάχιστον ένα επεισόδιο κνίδωσης. Στα συχνότερα αίτια που μπορούν να προκαλέσουν κνίδωση και αγγειοοίδημα περιλαμβάνονται διάφορα αλλεργιογόνα (π.χ., τροφές), φάρμακα, λοιμώξεις (π.χ. ιογενείς, παρασιτικές), φυσικοί παράγοντες (π.χ. τριβή, πίεση, θερμότητα, ψύχος, νερό, ήλιος), συστηματικές παθήσεις (π.χ. αρθρίτιδα) και το έντονο στρες. Αρκετά συχνά δεν ανευρίσκεται καμιά αιτία και η κνίδωση καλείται ιδιοπαθής. Αν και μπορεί να επηρεάζει σημαντικά την ποιότητα ζωής του ασθενή, η κνίδωση έχει καλή πρόγνωση και τις περισσότερες φορές υποχωρεί.
Αναφυλαξία
Αναφυλαξία είναι η πιο σοβαρή και επικίνδυνη για τη ζωή του ασθενή μορφή αλλεργικής αντίδρασης η οποία αν δεν αναγνωρισθεί και αντιμετωπισθεί έγκαιρα και αποτελεσματικά μπορεί να οδηγήσει στο θάνατο. Τροφικά αλλεργιογόνα (π.χ. ξηροί καρποί, γάλα, ψάρι), φάρμακα (π.χ. πενικιλίνη, μυοχαλαρωτικά αναισθητικά) τσιμπήματα από έντομα (π.χ. μέλισσα, σφήκα), και έκθεση σε φυσικό λάστιχο (Latex) αποτελούν τα συχνότερα αίτια αναφυλαξίας. Ορισμένες φορές μπορεί να προκληθεί μετά από άσκηση σε συνδυασμό ή όχι με κάποιο τροφικό αλλεργιογόνο (π.χ. σιτάρι). Όταν δεν ανευρίσκεται αιτιολογικός παράγοντας καλείται ιδιοπαθής αναφυλαξία.
Συνήθως εκδηλώνεται μέσα σε λίγα λεπτά από την έκθεση στο υπεύθυνο αλλεργιογόνο με συμπτώματα από διάφορα συστήματα του οργανισμού, ενώ μερικές φορές παρουσιάζει διφασική πορεία με τα συμπτώματα να επανεμφανίζονται σε λίγες ώρες. Πιο ανησυχητικά είναι τα σημεία από το αναπνευστικό (βρογχόσπασμος, οίδημα λάρυγγα, δύσπνοια) και το κυκλοφορικό (πτώση πίεσης, απώλεια αισθήσεων), που μπορεί να οδηγήσουν σε καρδιοαναπνευστική ανακοπή (αλλεργικό σοκ).
Τα συχνότερα συμπτώματα και σημεία που μπορεί να παρουσιάσει ο ασθενής με αναφυλαξία από τα διάφορα συστήματα είναι:
Δέρμα: διάχυτη ερυθρότητα, φαγούρα, κνησμό, κνίδωση, αγγειοοίδημα
Αναπνευστικό: ρινική καταρροή, βήχα, βράχνιασμα φωνής, δυσκολία στην αναπνοή
Γαστρεντερικό: κοιλιακό άλγος, ναυτία, έμετο, διάρροια
Κυκλοφορικό: ταχυκαρδία, πτώση πίεσης, τάση λιποθυμίας, απώλεια αισθήσεων
Ευτυχώς η αναφυλαξία δεν είναι συχνό φαινόμενο, όμως άτομα που έπαθαν μια φορά αναφυλαξία έχουν αυξημένο κίνδυνο να την εμφανίσουν ξανά. Ασθενείς με ιστορικό σοβαρής αναφυλαξίας πρέπει να έχουν πάντοτε μαζί τους ενέσιμη αδρεναλίνη που αποτελεί το φάρμακο εκλογής στην αντιμετώπισή της.
Φαρμακευτική αλλεργία
Τα συχνότερα φάρμακα που προκαλούν αλλεργικές αντιδράσεις στα παιδιά είναι τα αντιβιοτικά (π.χ. πενικιλίνες, κεφαλοσπορίνες) και τα μη-στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (π.χ. ιβουπροφένη, δικλοφενάκη τα οποία χρησιμοποιούνται ως αντιπυρετικά και παυσίπονα). Η αντίδραση στα φάρμακα μπορεί να είναι άμεση (μέσα σε 1ώρα) ή επιβραδυνόμενη, ανάλογα με το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της έκθεσης στον φαρμακευτικό παράγοντα και στην εμφάνιση των συμπτωμάτων. Στις ήπιες άμεσες αντιδράσεις συνήθως προέχουν το κνιδωτικό εξάνθημα και το αγγειοίοδημα, ενώ στις βαριές η επιδείνωση της κατάστασης του ασθενή είναι ραγδαία με εκδήλωση σοβαρής συστηματικής αναφυλαξίας (αλλεργικό σοκ). Στις επιβραδυνόμενες αντιδράσεις, η συχνότερη μορφή είναι τα δερματικά εξανθήματα, που τα περισσότερα μοιάζουν με το εξάνθημα της ιλαράς. Μπορεί να εμφανισθούν ημέρες μετά την έναρξη της θεραπείας και κατά κανόνα δεν είναι επικίνδυνα. Σπάνιες σοβαρές μορφές επιβραδυνόμενης φαρμακευτικής αλλεργίας είναι η αποφολιδωτική δερματίτιδα, το σύνδρομο Stevens- Johnson και η τοξική επιδερμική νεκρόλυση.
Αλλεργία στα υμενόπτερα
Στα υμενόπτερα ανήκουν η μέλισσα και τα διάφορα είδη σφηκών και το δηλητήριό τους αποτελεί ισχυρό αλλεργιογόνο για ορισμένα άτομα. Οι αλλεργικές αντιδράσεις στο τσίμπημα των υμενόπτερων μπορεί να είναι μεγάλες τοπικές (κοκκίνισμα, πρήξιμο και πόνος στο σημείο γύρω από το τσίμπημα), ήπιες συστηματικές (κνίδωση), μέχρι πολύ σοβαρές συστηματικές (αναφυλαξία), που δυνατόν να απειλήσουν και την ζωή.
Διάγνωση αλλεργικών παθήσεων
Η διάγνωση των αλλεργικών παθήσεων βασίζεται κυρίως στο λεπτομερές ιστορικό και την κλινική εικόνα, ενώ συχνά απαιτείται η διεξαγωγή εξειδικευμένων αλλεργιολογικών τεστ.
Τα τεστ αλλεργίας συμβάλουν στον ακριβή προσδιορισμό των υπεύθυνων αλλεργιογόνων, την επιβεβαίωση της διάγνωσης και το σχεδιασμό αποτελεσματικής αντιμετώπισης. Είναι καλό να γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει ένα και μοναδικό τεστ αλλεργίας για όλους τους ασθενείς και όλες τις αλλεργικές παθήσεις (ή όλα τα αλλεργιογόνα) και ότι ορισμένες φορές τα τεστ μπορεί να είναι ψευδώς θετικά ή αρνητικά. Για αυτό, σε κάθε περίπτωση τα τεστ αλλεργίας πρέπει να κατευθύνονται και να ερμηνεύονται με βάση το ιστορικό του ασθενή από ειδικό αλλεργιολόγο. Στη διάγνωση του άσθματος σημαντικές πληροφορίες προσφέρει η σπιρομέτρηση, ενώ στη χρόνια κνίδωση συνήθως δε χρειάζεται να γίνουν τεστ αλλεργίας.
Δερματικά τεστ αλλεργίας
Οι δερματικές δοκιμασίες νυγμού αποτελούν το πιο διαδεδομένο τεστ αλλεργίας. Είναι αναίμακτες, ανώδυνες, ασφαλείς, απλές σαν τεχνική, γρήγορες, αξιόπιστες και μπορούν να γίνουν από την ηλικία του ενός μηνός. Χρησιμοποιούνται κατά κύριο λόγο στη διερεύνηση της αλλεργικής ρινίτιδας και επιπεφυκίτιδας, του αλλεργικού άσθματος, της ατοπικής δερματίτιδας και της τροφικής αλλεργίας. Ο ρόλος τους είναι περιορισμένος στη διάγνωση της φαρμακευτικής αλλεργίας και της αλλεργίας στα υμενόπτερα, όπου οι ενδοδερμικές δοκιμασίες αποτελούν τη μέθοδο εκλογής.
Σταγόνες από τα τυποποιημένα εκχυλίσματα αλλεργιογόνων, θετικού και αρνητικού μάρτυρα τοποθετούνται σε προσημασμένο σημείο στο δέρμα, κατά προτίμηση στην πρόσθια επιφάνεια του αντιβραχίου ή την πλάτη. Ακολουθεί ο δια μέσου της σταγόνας νυγμός της επιδερμίδας με ειδική συσκευή μίας χρήσης (μεταλλική ή πλαστική βελόνα-ακίδα). Στη συνέχεια, οι σταγόνες απομακρύνονται με προσεκτικό σκούπισμα με απορροφητικό χαρτί και η ανάγνωση της αντίδρασης γίνεται σε 15-20 λεπτά.
Στη διερεύνηση της τροφικής αλλεργίας, λόγω της μεγαλύτερης ευαισθησίας που παρατηρείται με τη χρήση νωπών τροφών (ιδίως φρούτων και λαχανικών) εφαρμόζεται συχνά η μέθοδος “prick to prick” κατά την οποία ο νυγμός γίνεται συνήθως δια μέσου μικρού τεμάχιου του νωπού τροφίμου που τοποθετείται στο δέρμα.
Επί θετικού τεστ σχηματίζεται στο σημείο του νυγμού πομφός (αντίδραση παρόμοια με αυτήν που δημιουργείται μετά από τσίμπημα κουνουπιού). Δεδομένου ότι μέχρι και 30% του γενικού πληθυσμού μπορεί να έχει θετικά τεστ, χωρίς στην πραγματικότητα να έχει αλλεργικά συμπτώματα, τα τεστ αλλεργίας δεν πρέπει να γίνονται ανεξέλεγκτα και πρέπει να ερμηνεύονται πάντοτε με βάση το ιστορικό του ασθενή.
Αιματολογικά τεστ
Όταν υπάρχει αδυναμία εκτέλεσης των δερματικών τεστ (π.χ. ασθενείς που δεν μπορούν να διακόψουν τα αντιισταμινικά ή παρουσιάζουν δερμογραφισμό), ο προσδιορισμός των ειδικών IgE αντισωμάτων έναντι ορισμένων αλλεργιογόνων μπορεί να γίνει και με αιματολογικές εξετάσεις (π.χ. μέθοδοι RAST, CAP).
Δοκιμασίες πρόκλησης
Οι δοκιμασίες πρόκλησης αποτελούν τη μέθοδο εκλογής για ακριβή διάγνωση όταν από το ιστορικό και τα άλλα τεστ δε γίνεται ξεκάθαρο αν ο ασθενής έχει αλλεργία ή όχι στο συγκεκριμένο αλλεργιογόνο. Είναι ιδιαίτερα χρήσιμες στη διάγνωση της τροφικής και φαρμακευτικής αλλεργίας (π.χ. για να δούμε αν κάποιο παιδί έχει ξεπεράσει την αλλεργία στο γάλα, ή έχει αλλεργία στην πενικιλίνη). Κατά την πρόκληση χορηγείται προοδευτικά αυξανόμενη ποσότητα του αλλεργιογόνου στον ασθενή. Δεδομένου ότι υπάρχει ο κίνδυνος ο ασθενής να παρουσιάσει αντίδραση, η πρόκληση πρέπει να γίνεται σε κατάλληλα εξοπλισμένο χώρο και από προσωπικό έμπειρο στη διεξαγωγή τους και στην αντιμετώπιση αλλεργικών αντιδράσεων.
Αντιμετώπιση αλλεργικών παθήσεων
Σε παιδιά με επιβεβαιωμένη διάγνωση κάποιας αλλεργίας απαιτείται στενή συνεργασία μεταξύ του γιατρού, παιδιού και οικογένειας για την εφαρμογή κατάλληλου σχεδίου αντιμετώπισης και παρακολούθησης της αλλεργικής νόσου, που θα προσαρμόζεται στις ιδιαιτερότητες του κάθε παιδιού. Στόχος της θεραπευτικής αυτής προσέγγισης είναι ο έλεγχος των αλλεργικών συμπτωμάτων και η βελτίωση της ποιότητας ζωής παιδιού και οικογένειας. Περιλαμβάνει την κατάλληλη ενημέρωση και εκπαίδευση της οικογένειας και του ασθενή, την εφαρμογή ουσιαστικών μέτρων αποφυγής των εμπλεκόμενων αλλεργιογόνων, τη χορήγηση αποτελεσματικής φαρμακευτικής αγωγής και ειδικής ανοσοθεραπείας, όπου ενδείκνυται. Ασθενείς με σοβαρή μορφή αλλεργίας (π.χ. φαρμακευτική, Latex ) καλό είναι να φέρουν ειδική ταυτότητα “MedicAlert”, η οποία καταγράφει τους παράγοντες στους οποίους είναι αλλεργικοί.
Ενημέρωση και εκπαίδευση ασθενή και οικογένειας
Σημαντικό είναι γονείς και παιδί (αν το επιτρέπει η ηλικία) να ενημερωθούν για το είδος της αλλεργίας του παιδιού, τι την προκαλεί, με ποια συμπτώματα εκδηλώνεται, ποια η φυσική της πορεία και ποια τα αναγκαία μέτρα για καλύτερη αποφυγή των υπεύθυνων αλλεργιογόνων. Ανάλογα με την αλλεργική πάθηση, ιδιαίτερα σημαντική είναι η κατάλληλη εκπαίδευσή τους για έγκαιρη αναγνώριση των συμπτωμάτων, χορήγηση της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής και πότε θα πρέπει να ζητήσουν άμεση ιατρική βοήθεια.
Για παράδειγμα σε παιδί με σοβαρή αλλεργία στο γάλα αγελάδας πρέπει να αποφεύγονται όλα τα γαλακτοκομικά προϊόντα και τα παράγωγά τους. Οι γονείς πρέπει να μάθουν να διαβάζουν με προσοχή τα συστατικά σε οποιοδήποτε τρόφιμο θα χορηγήσουν στα παιδί τους, δεδομένου ότι πολύ ευαίσθητοι ασθενείς μπορεί να αντιδρούν και σε ίχνη του αλλεργιογόνου γάλατος. Πρέπει να τονισθεί ότι δε χρειάζεται να αποφεύγουν άλλα πιθανά τροφικά αλλεργιογόνα (π.χ. αυγό, ψάρι), αν το παιδί δεν έχει παρουσιάσει συμπτώματα σε αυτά. Επιπλέον πρέπει να είναι σε θέση να αναγνωρίζουν έγκαιρα τα συμπτώματα πιθανών μελλοντικών αλλεργικών αντιδράσεων από τυχαία έκθεση του παιδιού στο τροφικό αλλεργιογόνο και να εφαρμόζουν την κατάλληλη αγωγή, όπως χορήγηση αντιισταμινικού ή/και ενέσιμης αδρεναλίνης.
Αποφυγή υπεύθυνων αλλεργιογόνων
Δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν επαρκή επιστημονικά δεδομένα που να δείχνουν με βεβαιότητα ότι μια συγκεκριμένη παρέμβαση (π.χ. αποφυγή έκθεσης σε αλλεργιογόνα, ειδική διατροφή) μπορεί να αποτρέψουν την ανάπτυξη αλλεργικής νόσου. Σίγουρα όμως, σε άτομα με διαγνωσμένη αλλεργία, η αποτελεσματική αποφυγή των υπεύθυνων αλλεργιογόνων συμβάλλει σημαντικά στον έλεγχο των συμπτωμάτων.
Ανάλογα με το αλλεργιογόνο πρέπει να λαμβάνονται και τα κατάλληλα μέτρα αποφυγής. Έτσι για παράδειγμα σε ένα άτομο με αλλεργική ρινίτιδα ή άσθμα και ευαισθησία στα ακάρεα της σκόνης, τα βασικά μέτρα αποφυγής περιλαμβάνουν χρήση ειδικών καλυμμάτων για το στρώμα και το μαξιλάρι, πλύσιμο κλινοσκεπασμάτων σε καυτό νερό (60 οC) και αλλαγή τους τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα, αποφυγή χνουδωτών παιχνιδιών και χαλιών και καλό αερισμό του παιδικού υπνοδωματίου.
Φαρμακευτική αντιμετώπιση
Ανάλογα με την αλλεργική πάθηση και τη βαρύτητά της χορηγείται και η κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, η οποία μπορεί να είναι μακροχρόνια. Οι ασθενείς και ιδιαίτερα αυτοί με συχνά και σοβαρά συμπτώματα, πρέπει να έχουν πάντοτε μαζί τους τα φάρμακα τους και να τα χρησιμοποιούν με βάση τις οδηγίες του θεράποντος ιατρού. Σε οξείες και σοβαρές αντιδράσεις (π.χ. αναφυλαξία, ασθματική κρίση) μπορεί να χρειαστεί εισαγωγή και παρακολούθηση σε ιατρικό κέντρο.
Πλύσεις με φυσιολογικό ορό στην μύτη, αντιισταμινικά και ενδορινικά κορτιζονούχα σπρέι αποτελούν το βασικό άξονα αντιμετώπισης της αλλεργικής ρινίτιδας. Στην αλλεργική επιπεφυκίτιδα μπορεί να χορηγηθούν ειδικά οφθαλμικά κολλύρια.
Για τον έλεγχο του άσθματος χορηγούνται εισπνεόμενα βρογχοδιασταλτικά και αντιφλεγμονώδη φάρμακα (εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή και αντιλευκοτριένια) ενώ στις εξάρσεις μπορεί να δοθούν και κορτικοστεροειδή από το στόμα.
Στην αντιμετώπιση του εκζέματος, μείζονα σημασία έχει η συστηματική χρήση ενυδατικών σαπουνιών και κρεμών για καλύτερη ενυδάτωση του δέρματος. Στις εξάρσεις συνήθως χρησιμοποιούνται τοπικές κορτιζονούχες κρέμες για λίγες μέρες, ενώ όταν υπάρχει μικροβιακή επιμόλυνση χορηγείται αντισηπτική και αντιβιοτική αγωγή.
Στην κνίδωση, τα αντιισταμινικά αποτελούν το φάρμακο εκλογής, ενώ κορτικοστεροειδή από το στόμα μπορεί να χρησιμοποιηθούν σε επιλεγμένες περιπτώσεις για λίγες μέρες.
Στην αντιμετώπιση ήπιων άμεσων αλλεργικών αντιδράσεων (π.χ. από τροφικά αλλεργιογόνα, φάρμακα, τσιμπήματα εντόμων) χορηγούνται αντιισταμινικά.
Σε περίπτωση σοβαρών αντιδράσεων (αναφυλαξίας) και αναφυλακτικού σοκ πρέπει να χορηγείται άμεσα ενέσιμη αδρεναλίνη και ο ασθενής να μεταφέρεται για παρακολούθηση στο πλησιέστερο ιατρικό κέντρο.
Ανοσοθεραπεία
Η ανοσοθεραπεία αποτελεί την κύρια μέθοδο για την αντιμετώπιση της σοβαρής αλλεργίας στα υμενόπτερα. Επιπλέον μπορεί να εφαρμοσθεί με επιτυχία σε κάποια παιδιά με αλλεργική ρινίτιδα ή άσθμα και ευαισθητοποίηση σε ορισμένα αεροαλλεργιογόνα. Στόχος της θεραπείας αυτής, είναι η προοδευτικά αυξανόμενη χορήγηση του αλλεργιογόνου στο παιδί, είτε με μορφή ενέσεων (εμβολίων) είτε από του στόματος (υπογλώσσια ανοσοθεραπεία) έτσι ώστε ο οργανισμός να αποκτήσει ανοχή και να μην υπεραντιδρά στο συγκεκριμένο αλλεργιογόνο. Συνήθως χορηγείται για 3 με 5 χρόνια και μπορεί να συμβάλει στην πλήρη υποχώρηση της αλλεργίας.
πηγή : paidiatros.com
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου