Η συχνότητα εμφάνισης του θυρεοειδικού καρκίνου έχει αυξηθεί τα
τελευταία χρόνια καθώς με την ευρεία χρήση του υπερηχογραφήματος
διαγιγνώσκονται ολοένα και συχνότερα νέες περιπτώσεις ιδίως
μικροκαρκινωμάτων, η πλειονότητα των οποίων είναι αρίστης προγνώσεως.
O συχνότερος τύπος είναι το διαφοροποιημένο θυλακιοκυτταρικό θυρεοειδικό
καρκίνωμα (κυρίως το θηλώδες και σπανιότερα το θυλακιώδες). Η αρχική
θεραπεία του είναι η χειρουργική. Με βάση τις κατευθυντήριες οδηγίες σε
ορισμένες περιπτώσεις χορηγείται θεραπευτικό ραδιενεργό ιώδιο. Όλοι οι
ασθενείς λαμβάνουν δια βίου θεραπεία με θυροξίνη. Ο πιο αξιόπιστος
δείκτης αποτελεσματικότητας της θεραπείας είναι η θυρεοσφαιρίνη. Η
μέτρησή της μετά από έγχυση μιας ορμόνης, της ανασυνδυασμένης
θυρεοτροπίνης (rh-TSH, Τhyrogen), μπορεί να αποκαλύψει εάν υπάρχει
υπολειμματική νόσος. Η πλειονότητα των ασθενών (85-90%) έχει πολύ καλή
πρόγνωση και το προσδόκιμο επιβίωσης δεν επηρεάζεται δυσμενώς. Υπάρχουν
όμως λίγες περιπτώσεις ασθενών στις οποίες ο όγκος δεν ανταποκρίνεται
στη θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο. Πρόκειται για ανθεκτική μορφή νόσου, η
οποία είναι εξελισσόμενη και ενδέχεται να εμφανίσει μεταστάσεις. Για
αυτές τις δυσίατες περιπτώσεις έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια νέα
φάρμακα που στοχεύουν στις μοριακές διαταραχές που ενέχονται στην
ογκογένεση. Ονομάζονται αναστολείς τυροσινικών κινασών. Εχουν ήδη πάρει
έγκριση το Sorafenib και το Lenvantinib και διατίθενται και στη χώρα
μας. Φαίνεται ότι τα φάρμακα αυτά ευνοούν τη σταθεροποίηση της νόσου σε
μια μεγάλη μερίδα ασθενών. Εχουν αντιμετωπίσιμες ανεπιθύμητες ενέργειες,
λαμβάνονται δε εύκολα από το στόμα.Ένας άλλος σπάνιος όγκος είναι το μυελοειδές καρκίνωμα του θυρεοειδούς (4% όλων των θυρεοειδικών καρκινωμάτων). Είναι πιο επιθετικός όγκος από το προαναφερθέν καλά διαφοροποιημένο θυλακιοκυτταρικό καρκίνωμα και διαφορετικής προέλευσης από αυτό. Προέρχεται από νευροενδοκρινικά κύτταρα (παραθυλακιώδη κύτταρα C του θυρεοειδούς) τα οποία παράγουν την ορμόνη καλσιτονίνη. Η καλσιτονίνη είναι ο πιο ευαίσθητος δείκτης τόσο για την ανίχνευση του μυελοειδούς όσο και για την μετέπειτα παρακολούθηση. Το 25% των περιπτώσεων είναι κληρονομούμενο και οφείλεται σε μετάλλαξη του ογκογονιδίου ret, που ανιχνεύεται σε εξέταση του DNA στο αίμα των ασθενών. Όταν ανιχνευθεί μετάλλαξη ελέγχονται και οι λοιποί συγγενείς. Οι φορείς της μετάλλαξης θα πρέπει να υποβάλλονται σε προφυλακτική θυρεοειδεκτομή ακόμη και σε νεαρή ηλικία, πριν από την ανάπτυξη του όγκου. Το κληρονομούμενο μυελοειδές καρκίνωμα ανευρίσκεται στα σύνδρομα πολλαπλής ενδοκρινικής νεοπλασίας ΜΕΝ2Α και ΜΕΝ2Β και συχνά συνοδεύεται από άλλα νεοπλάσματα (φαιοχρωμοκύτωμα επινεφριδίων και αδενώματα παραθυρεοειδών) που επίσης χρήζουν αντιμετώπισης.
Η πρωταρχική θεραπεία του μυελοειδούς θυρεοειδικού καρκινώματος είναι χειρουργική. Σε αρκετούς ασθενείς τα επίπεδα μετεγχειρητικής καλσιτονίνης παραμένουν χαμηλά αλλά σταθερά για πολλά χρόνια. Σε εκείνους με αυξημένα μετεγχειρητικά επίπεδα καλσιτονίνης είναι πολύ σημαντική η εντόπιση της υπολειμματικής νόσου προκειμένου να ακολουθηθεί και η κατάλληλη θεραπευτική αντιμετώπιση. Όταν εμφανιστούν απομακρυσμένες μεταστάσεις η 10ετής επιβίωση είναι περίπου 20-40%. Για τις μεταστάσεις εφαρμόζονται τοπικές θεραπείες. Κάποιοι ασθενείς παρουσιάζουν ταχέως εξελισσόμενη νόσο για την οποία έως πριν από λίγα χρόνια δεν υπήρχε αποτελεσματική θεραπεία. Αυτοί είναι υποψήφιοι για τα νέα φάρμακα που ήδη προαναφέρθηκαν, τους αναστολείς τυροσινικών κινασών. Από αυτά έχουν πάρει πρόσφατα έγκριση το Vandetanib και το Cabozantinib. Το συχνότερα χρησιμοποιούμενο είναι το Vandetanib. Επί αστοχίας στην αγωγή αυτή χορηγείται το Cabozantinib. Τα φάρμακα αυτά σταθεροποιούν την νόσο σε ποσοστό 30-40% και μπορεί να επιφέρουν μερική ύφεση στο 35% των ασθενών. Ειδικά για το μυελοειδές καρκίνωμα του θυρεοειδούς αποτελούν επαναστατική θεραπεία διότι εκτός της αποτελεσματικότητας τους, είναι εύκολα στη λήψη τους (καθημερινή από του στόματος), είναι καλά ανεκτά και με αντιμετωπίσιμες ανεπιθύμητες ενέργειες.
Οι νεώτερες αυτές θεραπείες έχουν αλλάξει την πρόγνωση των ασθενών με μεταστατικό θυρεοειδικό καρκίνο και προσφέρουν ελπίδες για μακρόχρονη σταθεροποίησή της. Η θεραπευτική αντιμετώπιση τέτοιων ασθενών απαιτεί παρακολούθηση σε εξειδικευμένα κέντρα, ένα εκ των οποίων είναι η Ενδοκρινολογική Μονάδα της Θεραπευτικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Κατερίνα Σαλτίκη
Ενδοκρινολόγος
Επιστημονικός Συνεργάτης – Πανεπιστημιακός Υπότροφος ΕΚΠΑ
Θεραπευτική Κλινική, ΓΝΑ Αλεξάνδρα
πηγή : eumedline.eu
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου