Στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, ανάμεσα στα πολλά γλυπτά μνημεία, βρισκόταν και η «κοιμωμένη», ένα έργο που έκανε διάσημο τον Τήνιο γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά και αθάνατο ένα ρομαντικό και πανέμορφο κορίτσι, την 18χρονη Σοφία, κόρη του Κωνσταντίνου Αφεντάκη, που ζούσε με την οικογένειά της στην οδό Σωκράτους, της Αθήνας.
Το Πρωτότυπο έργο πλέον βρίσκεται στη γλυπτοθήκη της Εθνικής Πινακοθήκης
Στα 16 της, (γεννήθηκε το 1860) όλα τα αγόρια ήταν τρελά ερωτευμένα μαζί της και η αθηναϊκή κοινωνία την είχε ανακηρύξει «κόρη των Αθηνών». Καλούσαν την οικογένειά της σε δεξιώσεις, έκλεβε την παράσταση και η εφημερίδες έγραφαν για την παρουσία της «…η εκπάγλου καλλονής Σοφία Αφεντάκη, μετά του κυρίου και της κυρίας Αφεντάκη…». Αυτά δεν τη συγκινούσαν, της ήταν αδιάφορα. Επιζητούσε μονίμως τη μοναξιά και τον ρεμβασμό… Κάποτε, καμιά δεκαριά φοιτητές, όπως ο Μανώλης Καλομοίρης, ο Καλλιφρονάς (έγινε δήμαρχος), ο Λέκκας κ.α., οργάνωσαν εκδήλωση προς τιμήν της Σοφίας, στην ταβέρνα «Τις πταίει» στην οδό Ηφαίστου 53, που πήρε το όνομά της από το γνωστό άρθρο του Τρικούπη. Οι νέοι μαζεύτηκαν στην ταβέρνα με τα ποιήματα τους και την περίμεναν για να τα απαγγείλουν.
Η Σοφία τους έστησε και γύρω στα μεσάνυχτα, όταν το γλέντι άναψε, ήρθε η χωροφυλακή και η φοιτητική βραδιά είχε άδοξο τέλος. Τη Σοφία την ερωτεύθηκαν πολλοί, όπως ο γενναίος υπολοχαγός Καλλέργης, με γεμάτο το κορμί του από σφαίρες που «κέρδισε» στο πεδίο της μάχης και μία βαθιά ουλή από μονομαχία για λόγους τιμής. Η κόρη των αθηνών όμως δεν ενέδιδε και δεν την ενδιέφεραν τα φλερτ. Δε συγκινήθηκε ούτε από τον Γάλλο πλωτάρχη Αρνέ, που τον θάμπωσε στην δεξίωση της αμερικανικής πρεσβείας και την επομένη, ενώ έπρεπε να αποπλεύσει με το πολεμικό ιστιοφόρο, προφασίστηκε βλάβη, για να μείνει στην Αθήνα να την ξαναδεί… Δεν την συγκίνησε ούτε το προξενιό με το πλουσιόπαιδο Γιαννάκη Αναστασόπουλο, που της έκανε ο πατέρας της.
Στις αρχές του 1878 -όπως έγραψε (Ιούλιος 1950) στον «Προοδευτικό Φιλελεύθερο» ο δημοσιογράφος Σπ. Δενδρινός- ο Αφεντάκης φεύγει με τη Σοφία στη Νάπολη, για δουλειές . Με πρόσκληση του δημάρχου, πηγαίνουν στην όπερα, όπου η Σοφία ακούει τις μελωδίες του τενόρου Μάριο Τζοβάνι και ο κόμπος λύνεται. Η Σοφία,τον ερωτεύεται ακαριαία και παράφορα!
Βγαίνουν ένα βράδυ ως αργά, πέφτει στην αγκαλιά του και εκεί την βρίσκει το πρωί… Γυρίζει αγωνιωδώς στο ξενοδοχείο και ηρεμεί όταν διαπιστώνει ότι δεν είναι εκεί ο πατέρας της, που έλλειπε για δουλειές… Ένα απόγευμα τρέχει να δει τον Μάριο και τότε ο πατέρας της ανακαλύπτει ένα γράμμα του. Ο τενόρος της έγραφε: «ούτε μια στιγμή δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα. Χθες με αποθέωσαν στην όπερα, μα εγώ έψαχνα εσένα… Και όταν γύρισα στο σπίτι, στη γοητευτική φωλίτσα μας, έκανα όνειρα για μας…». Ο Αφεντάκης γίνεται έξαλλος. Οργισμένος, τον αποκαλεί «παλιάνθρωπο!» και γυρίζει με τη Σοφία αμέσως στην Αθήνα. Ο χωρισμός τους πλέον γίνεται αβάσταχτος. Τις νύχτες η Σοφία δεν κοιμάται, αναζητεί τον Μάριο, του γράφει συνέχεια, χωρίς να παίρνει απάντηση… Δεν τρώει, πέφτει σε μελαγχολία και αποφασίζει να τερματίσει τη ζωή της με δηλητήριο.
Στις 28 Νοεμβρίου, βροχερή μέρα, στο προσκέφαλό της, η φίλη της Καλλιρόη Παρρέν την κοιτά δακρυσμένη, καθώς εκείνη ψελλίζει το όνομα του Μάριο. Λίγο μετά παραδίδει το πνεύμα της… Χιλιάδες άνθρωποι την έκλαψαν την επομένη. Ο Αχιλλέας Παράσχος έγραφε: «Η κόρη στο προσκέφαλο την κεφαλή αφήνει. Τα δυο της χέρια τ’ ακουμβά, στ’ αδύνατά της στήθια, και σαν πουλάκι ξεψυχά και σαν πουλάκι σβήνει…».
Δάκρυα τρέξαν απ' τά μάτια μου
ΑπάντησηΔιαγραφήμέσα από μία αόρατη πηγή
σάν ή ψυχή μου κοίτη έγινε
τού πόνου αυτού τού ζευγαριού...